- λέ(γ)ω
- είπα, ειπώθηκα, ειπωμένος1. μιλώ, διηγούμαι: Η γιαγιά μάς είπε ένα παραμύθι.2. μτφ., αναφέρω: Δε μου είπες ότι θα έρθεις.3. εκφράζω, ομολογώ: Είπα την αλήθεια.4. απαγγέλλω, ψάλλω: Είπε ένα ποίημα.5. παραγγέλλω, διατάζω: Κάνε ό,τι σου λέω.6. φρ., «Λέω κάτι μέσα από τα δόντια», ψιθυρίζω· «Εγώ τα λέω, εγώ τα ακούω», όταν τα λόγια κάποιου δε βρίσκουν απήχηση.7. παροιμ. φρ., «Λέγε λέγε το κοπέλι κάνει την κυρά και θέλει».
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.